- βαθύχθων
- βαθύχθων, -ον (Α)εύφορος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βαθύχθονα — βαθύχθων neut nom/voc/acc pl βαθύχθων masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαθύχθον' — βαθύχθονα , βαθύχθων neut nom/voc/acc pl βαθύχθονα , βαθύχθων masc/fem acc sg βαθύχθονι , βαθύχθων dat sg βαθύχθονε , βαθύχθων nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χθων — η / χθών, ονός, ΝΑ ως κύριο όν. η Χθων μυθ. προσωποποιημένη θεότητα τής γης, που ταυτίζεται με τη Γαία και την οποία θεωρούσαν μητέρα τών Τιτάνων, τών Σειρήνων, τών Γιγάντων και τού Τυφώνος αρχ. 1. η γη, το έδαφος, το χώμα (α. «χθονὶ γυῑα… … Dictionary of Greek